- ουσάρος
- Στρατιωτικός που ανήκε σε σώμα ελαφρού ιππικού. Ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά, το 1458 ο στρατιώτης των ειδικών τμημάτων ιππικού της εθνοφρουράς των Ευγενών στην Ουγγαρία. Τον 16o αι. οι Πολωνοί ονόμασαν ο. τα ειδικά τμήματα ιππικού των ευγενών. Τα τακτικά συντάγματα των ο. σχηματίστηκαν στα τέλη του 17ου και τις αρχές του 18ου αι. στη Γαλλία, στην Αυστρία και στην Πρωσία. Την ίδια εποχή χρησιμοποιήθηκαν ως είδος ελαφρού ιππικού για δράση στα μετόπισθεν και στα πλευρά του εχθρού καθώς και για τη διενέργεια αναγνωρίσεων και καταδίωξης. Toν 19o αι., με τον όρο ο. χαρακτηρίζονταν γενικά τα τμήματα του ιππικού, χωρίς κάποιο ειδικό ρόλο. Με την ονομασία ο. του θανάτου αναφέρονται δύο γερμανικά συντάγματα ο. της εθνοφρουράς που φορούσαν μαύρη στολή και πηλήκιο διακοσμημένο με νεκροκεφαλή και δύο οστά χιαστί. Ήταν εκλεκτές μονάδες που σχηματίστηκαν από τον Φρειδερίκο B’ του 1741 και 1758. Οι ο. αυτοί, που από τον δούκα της Βρουνσβίκης χρησιμοποιήθηκαν ως σώματα ανταρτών κατά της Μεγάλης Στρατιάς, είχαν ως συνταγματάρχες, στην αρχή τους βασιλιάδες της Πρωσίας και μετά της Γερμανίας.
* * *ο(στρ. ιστ.) (στην Ουγγαρία και αργότερα στη Γαλλία, Πολωνία και άλλα κράτη) στρατιωτικός τού ελαφρού ιππικού.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουγγρ. huszar «ιππέας» < husz «είκοσι», επειδή από κάθε είκοσι επιστράτους ο ένας κατατασσόταν στο ιππικό. Σχετικά δε με το ουγγρ. huszar έχει διατυπωθεί και η άποψη ότι προέρχεται από το μσν. χωσιάριος].
Dictionary of Greek. 2013.